- φορτοστόλος
- φορτο-στόλος, ον, ἐμπορικοῦ πλοίου φ.A sending off a freighted merchantman, Man.4.134.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορτοστόλος — sending off a freighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτοστόλος — ὁ, Μ αυτός που στέλνει κάπου φορτωμένο εμπορικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + στόλος] … Dictionary of Greek